- ενάμνιος
- ος и ία , ον анат. , физиол, околоплодный;
ενάμνιον (υγρόν) — околоплодные воды
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενάμνιον (υγρόν) — околоплодные воды
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενάμνιος — α, ο 1. αυτός που περιέχεται μέσα στο αμνίον*, στον αμνιακό σάκο τού εμβρύου 2. φρ. ανατ. «ενάμνιον υγρόν» υποκίτρινο υγρό που περιέχεται στο αμνίον, μέσα στη μήτρα … Dictionary of Greek